χαβαϊκός

χαβαϊκός
-ή, -ό, Ν [Χαβάη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Χαβάη ή προέρχεται από τη Χαβάη
2. φρ. «χαβαϊκός τύπος ηφαιστειακής έκρηξης»
γεωλ. μορφή ηφαιστειακής έκρηξης που χαρακτηρίζεται από εκχύσεις ευκίνητης ρευστής βασαλτικής λάβας, η οποία διαφεύγει τόσο από τον κεντρικό κρατήρα όσο και από ακτινωτές ρωγμές, μήκους αρκετών χιλιομέτρων, ή από δευτερεύοντες κρατήρες και σχηματίζει τα γιγάντια ασπιδικά ηφαίστεια τού τύπου αυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”